Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μὴ πελάζειν

См. также в других словарях:

  • πελάζειν — πελάζω approach pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACCESSUS seu ACCESSIO — ACCESSUS, seu ACCESSIO de Mari, cum crescit, Lat. Venilia, vide ibi. Item de Nilo. Seneca, l. 4. Natural. Quaesi. c. 2. Nilus autem per quatuor menses liquitur, et aequalis illi accessio est. Quod Herodot. de eodem flumine loquens, πελάζειν vocat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BLAUTAE seu BLAUTIA — sandalii genus. Hesychius, βλαύτια, κρηπῖδες ἢ ςανδάλια, Blautia crepidae vel sandalia. Et quidem Cynicorum proprium: vetus Epigr. Leonidae Ο᾿ ςκήπων καὶ ταῦτα τὰ βλαύτια, πότνια Κύπρι, Α῎γκειται Κυνικοῦ ςκῦλα Ποσωχἀρεος Ο῎λπη τε ῥυπὀεςςα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHAECASIANI Dii — apud Athenienses culti, nomen habuerunt a φαικασίας voce sue φαικάσια, i. e. Phaecasia, genere calceamenti humili: quales calceos Athenienses vulgo appellavêre, Κονίποδας, διὰ τὸ πελάζειν τῆ κόνει τῷ πόδι, i. e. quod pedes pulveri appropinquare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»